- αναρροφητικός
- [анаррофитикос] επ всасывающий.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
αναρροφητικός — ή, ό ο κατάλληλος για αναρρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρόφηση ( ις). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833) ως επίθετο του ουσ. μηχανή] … Dictionary of Greek